- ξεφυσάω
- ξεφυσάω (σπάν. ξεφυσώ)1ξεφύσησα βλ. πίν. 582ξεφύσηξα βλ. πίν. 66
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι … Dictionary of Greek